-
1 общественный
1. (возникающий и протекающий в обществе) κοινωνικ/ός 2. (принадлежащий обществу, коллективный) δημόσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественный
-
2 насаждать
насаждатьнесов είσάγω, κάλλιεργῶ, διαδίδω:\насаждать науки ἐμφυτεύω ἐπιστήμες· \насаждать моду μπάζω τή μόδα. -
3 естественный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. φυσικός•-ые границы φυσικά σύνορα•
-ые науки φυσικές επιστήμες•
-ые богатства φυσικός πλούτος•
-ая смерть φυσικός θάνατος;
2. έμφυτος.3. κανονικός, συνηθισμένος, συνήθης.4. απροσποίητος.εκφρ.-ое дело• -ая вещь• -ым образом – φυσικά, είναι φυσικό, κατά φυσικό τρόπο•- ая история – παλ. το μάθημα της φυσικής ιστορίας•естественный отбор – (βιολ.) φυσική επιλογή. -
4 позитивный
επ. (φωτογρ.) θετικός•позитивный отпечаток θετική φωτογραφία.
επ.θετικός•-ые науки θετικές επιστήμες.
(γραπ. λόγος)• θετικός (αντώνυμο του αρνητικός)•-ое суждение θετική κρίση.
εκφρ.- ая философия – βλ. позитивизм. -
5 прикладной
επ.εφαρμοσμένος, πρακτικός•-ые науки πρακτικές επιστήμες•
-ые знания πρακτικές γνώσεις.
εκφρ.- ое искусство – οι εφαρμοσμένες τέχνες. -
6 родственный
επ., βρ: -вен, -венна, -вен-но.1. συγγενικός•-ые связи συγγενικοίδεσμοί•
-ые отношения συγγενικές σχέσεις.
2. συναδελφικός•-ые отношения по искусству οι συναδελφικές σχέσεις Τέχνης.
3. συναφής, παραπλήσιος•-ые языки συγγενείς γλώσσες•
-ые науки συγγενείς επιστήμες.
-
7 социальный
επ.κοινωνικός•социальный прогресс κοινωνική πρόοδος•
социальный состав населения κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού•
-ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις•
-ое положение η κοινωνική θέση•
-ые науки κοινωνικές επιστήμες.
εκφρ.социальный дарвинизм – κοινωνικός δαρβινισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)•социальный мир – κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή της ειρήνης των τάξεων)•-ое обеспечение ή страхование – κοινωνική ασφάλιση. -
8 гуманитарный
гуманитарный ανθρωπιστικός \гуманитарныйые науки οι ηθικές επιστήμες* * *гуманита́рные нау́ки — οι ηθικές επιστήμες
-
9 гуманитарный
гуманитарн||ыйприл ἀνθρωπιστικός:\гуманитарныйые науки οἱ ἀνθρωπιστικές (или ὁΐ ίστόρικο-φιλολογικές) ἐπιστήμες, ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία. -
10 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
11 родственникый
родственник||ыйприл συγγενικός, συγγενής:\родственникыйые отношения οἱ συγγενικές σχέσεις· \родственникыйые связи οἱ συγγενικοί δεσμοί· \родственникыйые языки ὁϊ συγγενείς γλώσσες· \родственникыйые науки οἱ συγγενείς ἐπιστήμες. -
12 точный
точн||ыйприл ἀκριβής/ τακτικός (аккуратный)/ πιστός, σωστός (правильный):\точныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \точныйая информация οἱ σωστές πληροφορίες· δτοτ перевод не \точныйый αὐτή ἡ μετάφραση δέν εἶναι πιστή· он очень \точныйый человек εἶναι πολύ τακτικός ἄνθρωπος· \точныйый прибор τό μηχάνημα ἀκριβείας· \точныйые науки οἱ μαθηματικές ἐπιστήμες· \точныйая копия а) τό ἀκριβές ἀντίγραφο, б) перен ἰδιος κι ἀπαράλλαχτος· быть \точныйым εἶμαι ἀκριβής. -
13 SPSS
= Statistical Package for the Social SciencesFrench\ \ SPSSGerman\ \ SPSSDutch\ \ SPSS; statistische softwareItalian\ \ SPSSSpanish\ \ SPSSCatalan\ \ SPSSPortuguese\ \ SPSSRomanian\ \ SPSSDanish\ \ SPSSNorwegian\ \ SPSSSwedish\ \ SPSSGreek\ \ SPSS Στατιστικό Πακέτο για τις Κοινωνικές ΕπιστήμεςFinnish\ \ SPSS; eräs paljon käytetty tilasto-ohjelmistoHungarian\ \ SPSSTurkish\ \ SPSS; Sosyal Bilimler için İstatistik Yazılım PaketiEstonian\ \ SPSSLithuanian\ \ SPSSSlovenian\ \ SPSSPolish\ \ SPSSUkrainian\ \ СПСС; статистичний пакет для суспільних наукSerbian\ \ -Icelandic\ \ SPSSEuskara\ \ SPSSFarsi\ \ SPSSPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الحزمة الاحصائية للعلوم الاجتماعية (SPSS)Afrikaans\ \ SPSSChinese\ \ -Korean\ \ SPSS -
14 реальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, αντικειμενικός•-ая жизнь η πραγματική ζωή•
-ая осюва πραγματική βάση•
-ая политика αντικειμενική πολιτική.
2. παλ. βλ. реалистический.εκφρ.- ая заработная плата – ο πραγματικός μισθός (η αγοραστική ικανότητα του μισθού)•- ые науки – παλ. οι πραγματικές (φυσικές) επιστήμες•- ое училище – παλ. μέση σχολή πραγματικών επιστημών. -
15 точный
επ. βρ: -чен, -чна, -чно.1. ακριβής• σωστός•точный вес ακριβές ζύγισμα•
-ое время ακριβής χρόνος ή ώρα•
-ые весы ζυγαριά ακριβείας•
-ые приборы ακριβή όργανα•
-ая стрельба εύστοχη βολή.
2. συγκεκριμένος•-ые инструкции ακριβείς οδηγίες•
точный адрес ακριβής διεύθυνση.
|| τακτικός•точный человек τακτικός άνθρωπος.
3. παλ. όμοιος, ίδιος.εκφρ.- ые науки – οι θετικές επιστήμες.
См. также в других словарях:
Кумас, Константинос — Константинос Кумас Κωνσταντίνος Κούμας … Википедия